αποπλέκω

αποπλέκω
μετ.
1) распускать; расплетать; 2) доплетать; довязывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποπλέκω" в других словарях:

  • αποπλέκω — (AM ἀποπλέκομαι) νεοελλ. 1. τελειώνω το πλέξιμο 2. ( ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι μσν. ( ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι αρχ. αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»